κράνινος

κράνινος
κράνινος [ᾰ], η, ον,
A = κρανέϊνος, τόξα Paus.1.21.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κράνινος — κράνινος, ίνη, ον (Α) βλ. κρανέινος …   Dictionary of Greek

  • κράνινα — κράνινος neut nom/voc/acc pl κρανέινος made of the wood of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρανέινος — η, ο και κρανένιος, α, ο (AM κρανέινος, ΐνη, ον, Α και κρανάϊνος, ΐνη, ον και κράνινος, ίνη, ον) κατασκευασμένος από ξύλο κρανιάς («κρανέινα παλτὰ ἔχοντες», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανεία «κρανιά» + κατάλ. ινος (πρβλ. οστέ ινος, στυππέ ινος). Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • μελαγκράνινος — μελαγκράνινος, ον ή μελαγκράνιος, ον (Α) πλεγμένος από μελαγκρανίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κράνινος και κράνιος (< κρανίον), πρβλ. περι κράνιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”